Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Τον Δεκέμβριο του 1641 ο Francois Blaiseau εμφανίζεται στην Αθήνα, στην πόλη εκείνη που το όνομα και τα αρχαία λείψανά της, συνυφασμένα με τόσες αναμνήσεις κλασσικού μεγαλείου, δεν είχαν πάψει ν’ ασκούν γοητεία στην φαντασία όχι μόνον των λογίων, αλλά και του απλού λαού. Εκεί, γίνεται δεκτός με πολύ εκτίμηση από Έλληνες και Τούρκους, που θέλουν να τον κρατήσουν και του διευκολύνουν την εγκατάσταση. Οι νέοι ενδιαφέρονται κυρίως για τα μαθηματικά, που διδάσκει.
Οι Ιησουίτες δεν έμειναν πολύ καιρό στην Αθήνα. Διάφοροι λόγοι, όπως η έλλειψη μοναχών και μέσων για μόνιμη εγκατάσταση, η απουσία πολλών Καθολικών και τα εμπόδια των τουρκικών αρχών τους αναγκάσαν να φύγουν. Ύστερα όμως από αρκετά χρόνια, στα 1658, ήλθαν στην Αθήνα οι Καπουκίνοι, οι οποίοι στα 1669 αγόρασαν ένα σπίτι κοντά στο μνημείο του Λυσικράτη, στο Φανάρι του Διογένη, όπως ονομαζόταν τότε. Αυτή ήταν η αρχή της ιστορίας της μονής των Καπουκίνων, «των Φραγκοπατέρων», που έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ζωή του τόπου, ως την επανάσταση του 1821. Είναι η μονή, όπου φιλοξενήθηκε ο λόρδος Βύρων κατά την διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα (1810-1811). Ο Francois Blaiseau λίγες μέρες μετά την άφιξή του στην Αθήνα επισκέπτεται την Χαλκίδα. Εκεί οι Ιησουίτες έχουν να κάνουν πολλά για τους Έλληνες και Αλβανούς, και ιδίως για τους Ευρωπαίους σκλάβους των γαλερών, Γάλλους, Ιταλούς, Μαλτέζους, Πολωνούς κ.λπ. «Quelle musique ce m’ est que le leurs frers» γράφει ο εκεί ΙησουίτηςFrancois Lucas.
Μολαταύτα, οι αλλεπάλληλοι θάνατοι, πολλών Ιησουιτών λόγω του ανθυγιεινού κλίματος της εποχής εκείνης, όπως αναφέρεται, ανάγκασαν τους μισσιοναρίους αυτούς ν’ αναστείλουν το έργο τους και να το ασκούν μόνο σε υγιεινότερες εποχές του έτους. Στα μέσα του 17 αι. εκτελεί ολομόναχος τα ιερατικά του καθήκοντα μέσα στο μεγάλο νησί ο Pere Francois Lucas με επιτυχία και ζητεί την συνδρομή και άλλων, για ν’ ανταποκριθεί στο παρηγορητικό του έργο. Σ’ αυτόν εξομολογούνται και Έλληνες ακόμη.
Αργότερα, στα 1650 και 1653, οι Ιησουίτες ανεβαίνουν στην Θεσσαλονίκη. Οριστικά εγκαθίστανται εκεί, στα 1706. Ψυχή της τελευταίας αυτής αποστολής είναι ο Pere Bracconier από την Champagne, ο οποίος είχε το δώρο να μαθαίνει γρήγορα ξένες γλώσσες και γενικά έγινε ο supereur όλων των αποστολών στις ελληνικές χώρες. Ο Bracconier· επισκέπτεται το Αγ. Όρος, την Καβάλα, τη Θάσο, τη Σκόπελο και την Εύβοια. Στην Θεσσαλονίκη, οι Ιησουίτες νοικιάζουν ένα σπίτι στην συνοικία του Αγ. Αθανασίου, στήνουν την έδρα τους και μέσα στο θρησκευτικό αυτό περιβάλλον διδάσκουν τα ελληνόπουλα, που πρόθυμα έτρεχαν να ικανοποιήσουν την δίψα της φιλομάθειάς τους. Τον Bracconier διαδέχθηκε ο Pere Francois Tarillon.
Άρρηκτα συνδεδεμένες με το θρησκευτικό και εκπαιδευτικό έργο των Καθολικών ιεραποστολών είναι οι υπηρεσίες τους και στον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών. Οι δογματικές διαφωνίες τους με τους προτεστάντες, με το Port – Royal ή με τους Γιανσενιστές, θα τους κάνουν ν’ αναζητήσουν και να μελετήσουν τα έργα των θεολόγων της Ορθοδοξίας, να διευρύνουν τις θεολογικές και φιλοσοφικές τους γνώσεις και έτσι να διαποτίσουν το πετρωμένο πεδίο της θεολογικής επιστήμης και να γνωρίσουν καλύτερα την Ελλάδα. Μέσα στην χώρα των κλασσικών αναμνήσεων, είτε μόνοι τους, είτε και με την παρακίνηση επίσημων προσώπων της πατρίδας τους ή και εταιρειών αναζητούν χειρόγραφα όχι μόνο των πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και των αρχαίων συγγραφέων, μελετούν αντικείμενα του αρχαίου ή του μεσαιωνικού ελληνικού πολιτισμού και έτσι συμβάλλουν και αυτοί κατά το μέρος τους, όχι μόνο στην αναζωπύρωση της αρχαιολατρείας, αλλά και στην γένεση της βυζαντινολογίας. Έτσι, οι πιο καλοί εργάτες του νέου αυτού φιλολογικού κλάδου θα γίνουν οι Δομηνικανοί και Ιησουίτες, που θα ετοιμάσουν ένα λαμπρό πεδίο με νέους πνευματικούς ορίζοντες.
Ακόμη, η ανάγκη να μάθουν τη γλώσσα των κατοίκων των ελληνικών χωρών, όπου πήγαιναν να διδάξουν, και μάλιστα την γλώσσα του λαού, τους έκανε να εγκύψουν στην μελέτη της δημοτικής και της γραμματικής. Οι Ιησουίτες, προ πάντων μοναχοί, ακολουθώντας πιστά τις υποδείξεις της συνόδου του Trento, που παραγγέλλει τη χρήση της γλώσσας του λαού, όταν έρχονται στις ελληνικές χώρες, για να μπορέσουν να γνωρίσουν καλά τον τόπο και τους ανθρώπους, για να μιλήσουν μαζί τους, να τους διδάξουν και να τους κάνουν το θρησκευτικό κήρυγμα στις εκκλησίες τους, ρίχνονται με ζήλο στην σπουδή της και μερικοί σημειώνουν εκπληκτικές προόδους, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Άλλοι πάλι μελετούν συστηματικά την γραμματική και το λεξιλόγιό της με την επιθυμία να διευκολύνουν τους σπουδαστές της, πρώτα πρώτα βέβαια τους ομοϊδεάτες τους Μοναχούς. Μεσ’ απ’ αυτές τις ανάγκες είδε το φως το πιο παλαιό ιταλοελληνικό λεξικό και η στοιχειώδης γραμματική του Ιησουίτη μοναχού Gerolamo Germano. Το βιβλίο του, παρά τις ατέλειές του, πρόσφερε υπηρεσίες στους Καθολικούς Μοναχούς, που έφταναν στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Ακολουθούν έπειτα και άλλες γραμματικές της δημοτικής, Ελλήνων και ξένων, που είτε δημοσιεύθηκαν, είτε έμειναν ανέκδοτες. Αξίζει να μνημονευθεί η γραμματική του Έλληνα Σίμωνος Πορτίου, που είναι Ουνίτης, αλλά δεν παύει να είναι ένας μεγάλος πατριώτης. Τη γραμματική του αυτή την εκδίδει στα 1638 και την αφιερώνει στον πανίσχυρο καρδινάλιο Richelieu. Στην αφιέρωσή του (όπου του παρουσιάζει την αγνώριστη πια νέα Ελλάδα, πεσμένη ικετευτικά στα πόδια του), του εξομολογείται ανάμεσα στα άλλα και τον μεγάλο καϋμό των σκλαβωμένων:«Συμπάθησε, παρακαλώ σε, εξοχώτατε άρχοντα, την πολλά ζεστήν δούλεψιν και προσκύνησιν της Ελλάδας σου· κάμε μόνον ότι, ως καθώς εκείνη με την λάμψιν σου δοξασμένη απολαύει το κοινόν φως του ηλίου με τον τύπον, έτσι παραδοσμένη στα χέρια σου, κάμε να μεταστρέψη στην παλαιά της λαμπρότητα και ελευθερίαν».
Ορισμένοι Καθολικοί μοναχοί γράφουν μερικά έργα τους με λατινικούς χαρακτήρες, δηλαδή με τα λεγόμενα φραγκοχιώτικα, για να ευκολύνουν την ανάγνωση και την διάδοση των γραπτών τους. Πραγματικά, το φραγκοχιώτικο αλφάβητο με την εύκολη ορθογραφία του, προσείλκυσε τους Καθολικούς, ιδίως τους ξένους τους εγκαταστημένους στην Εγγύς Ανατολή, τους κοινώς ονομαζομένους φραγκολεβαντίνους, τους παρακίνησε στην σπουδή της ελληνικής και συνέβαλε στην διατήρηση και εξάπλωσή της ανάμεσά τους.
Σ’ όλη αυτή την καταιγίδα, άραγε υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις; Ας σημειώσουμε κάποιες περιπτώσεις που συνέβησαν κατά τον 16ο και 17οαιώνα, που είναι χαρακτηριστικά της επίδρασης του Παπισμού, αλλά και της Διαμαρτύρησης, στον ελληνικό χώρο:
1.- Γαβριήλ Σεβήρος και Μάξιμος Μαργούνιος
Ορισμένοι μετριοπαθείς και φωτισμένοι άνδρες έχουν την γνώμη, ότι μερικά βήματα θα μπορούσαν να γίνουν προς το μέρος της Δυτικής εκκλησίας, χωρίς να ζημιώσουν το πνεύμα της Ορθοδοξίας. Έτσι, ο προϊστάμενος της ελληνικής κοινότητας Βενετίας Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος (1541-1616), μολονότι φανατικός πρόμαχος της Ορθοδοξίας και των παραδεδομένων, νομίζει ότι θα έπρεπε ν’ αποφεύγεται η χρήση ορισμένων εκκλησιαστικών βιβλίων της Ανατολικής Εκκλησίας, που έθιγαν τους Καθολικούς, προ πάντων η ακολουθία του Γρηγορίου του Παλαμά, και τα άλλα ν’ αποκαθαρθούν από ορισμένες δυσφημιστικές εκφράσεις. Επίσης, έχοντας υπ’ όψη του την ορθότητα των μεταρρυθμίσεων του γρηγοριανού ημερολογίου και επηρεαζόμενος ασφαλώς από το ορθολογιστικό περιβάλλον της Βενετικής πολιτείας και από τους ανώτατους εκπροσώπους της Καθολικής εκκλησίας, προτείνει επανειλημμένα στον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ τον Τρανό, την εισαγωγή του και στις χώρες των Ορθόδοξων εκκλησιών. Ο Πατριάρχης όμως, με την επιστολή του της 6 Ιουλίου 1583, τον επιτιμά για τις λογικές, αλλά πρωτόφαντες για την εποχή εκείνη, προτάσεις του και του συνιστά εμμονή στα παραδεδομένα. Και συνεχίζει με τα παρακάτω, που σκοπό έχουν να του δώσουν θάρρος, αν υφίσταται πιέσεις απ’ έξω: «Ει δ’ αυτοί, ως εκ των γεγραμμένων ημίν τεκμαίρεται, σκοπόν έχουσιν ενοχλήσαι, όπερ (οίμαι) απίθανον, φέρειν οφείλετε· ο μεν γαρ παρών καιρός οδυνών και θλίψεων, ο δε μέλλων χαράς και ανταποδόσεως».
Τολμηρότερα ήταν τα βήματα του επίσης εγκαταστημένου στην Βενετία Κρητικού Μαξίμου Μαργουνίου (1549-1602), επιφανούς θεολόγου της εποχής, Επισκόπου Κυθήρων. Η πυκνή αλληλογραφία του με διακεκριμένες προσωπικότητες του Ορθόδοξου και δυτικού κόσμου, όπως με τον Ιερεμία Β’ τον Τρανό, τον Μελέτιο Βλαστό, τους ανθρωπιστές David Hoeschel, Friedrich Syburg, Ascanio Persio κ.α., καθώς και τα ποικίλα θέματα που τον απασχολούν, δείχνουν το κύρος και την βαθιά θεολογική και φιλολογική του μόρφωση. Επομένως, οι επιστολές του, πολλές από τις οποίες είναι ανέκδοτες, αποτελούν πηγές, για τη γνώση της πνευματικής ιστορίας της εποχής του και ειδικά των ελληνικών χωρών. Ο Μαργούνιος είναι γνωστός επίσης ως εκδότης πολλών φιλολογικών και θεολογικών κειμένων, τα οποία έκαναν εντύπωση στους δυτικούς λογίους και έδωσαν κάποια αίγλη στο αμαυρωμένο ελληνικό όνομα. Αξίζει να μνημονεύσουμε την μετάφραση του έργου του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, στην δημοτική γλώσσα (χαρακτηριστική είναι η αφιερωτική του επιστολή προς τον Πατριάρχη Ιερεμία Β’), καθώς και διαφόρων συναξαρίων με σύντομους βίους αγίων (Βενετία 1607). Η συλλογή των συναξαρίων αυτών, που γνώρισε έξι εκδόσεις μέσα στον 17 αι, χρησίμευσε ως βάση για παρόμοια μεταγενέστερα έργα.
Ο Μαργούνιος, καθαρός και άμεμπτος, είναι από τις σπάνιες εκείνες φυσιογνωμίες του ελληνικού κόσμου, που συγκεντρώνουν μεγάλα ηθικά και πνευματικά χαρίσματα: την πολυμάθεια, την ευρύτητα των ιδεών και την εμμονή στις αρχές τους, αλλά και την έλλειψη δογματισμού και την ανοχή των ιδεών των άλλων. Μέσα του, όπως και στον Χρυσολωρά και στον Βησσαρίωνα, είχε συντελεστεί η αρμονική σύλληψη και σύνθεση του ελληνοχριστιανικού κόσμου.
Ο Μαργούνιος είχε την γνώμη, ότι θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί η ένωση των εκκλησιών, αν γινόταν «η του δόγματος θεραπεία», αν δηλαδή τα δύο μέρη συμβιβάζονταν ως προς το ζήτημα της διδασκαλίας για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Η αντίληψή του όμως αυτή παρεξηγήθηκε και προκάλεσε, στα 1583, την αντίδραση του ευερέθιστου Γαβριήλ Σεβήρου, του οποίου το πάθος τον σκοτίζει τόσο, ώστε να κατηγορήσει τον Μάξιμο, ότι λατινοφρονεί. Έτσι, ξέσπασε μεταξύ τους μια οξεία διένεξη, την οποία με πολύ κόπο και παρακλήσεις κατόρθωσαν να κατασιγάσουν, οι Ιερεμίας Β’ και προ πάντων ο Μελέτιος Πηγάς. Ο Πηγάς καταλαβαίνει καλά πόσα δεινά μπορεί να προκύψουν από την έριδα των δύο αυτών επιφανών θεολόγων, οι οποίοι κατά την έκφρασή του αποτελούν τας «ιεράς και ζώσας πλάκας της του Χριστού Εκκλησίας» και τον «δίδυμον οφθαλμόν της Ορθοδόξου πίστεως».«Ω πόνοι μάταιοι, (γράφει προς τον Φιλαδελφείας Σεβήρο), φροντίδες έωλοι! Ξένοι και πάροικοι άμφω ουκ αισχύνεσθε περί της παροικίας φιλονεικούντες; Αλλά καταλλάγητε, προς Θεού, μη γίνεσθε το φως υμείς σκότος, εν καιροίς ούτω χαλεποίς όπου των πραγμάτων πάντων δεινή τις γίνεται εξέτασις. Οι διαπληκτιζομένους υμάς δρώντες τους προέχοντας Γραικών, ούτως ατόπως, ούτως εκθύμως, τι περί των Γραικών νομιούσιν;… Μη προσταράττετε το ταλαίπωρον γένος καταχρησάμενοι και τα της ευσεβείας αυτής και αυτόν τον Χριστόν εις τας υμετέρας κενάς δόξας. Ευλαβήθητε το φοβερόν βήμα, ένθα τα κρυπτά κρίνεται δίχα παραπετασμάτων».
2.- Μελέτιος Πηγάς
Στις αρχές του 1588 ο Μελέτιος Πηγάς καλείται ν’ αναλάβει την διοίκηση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, με τον τίτλο του πατριαρχικού εξάρχου και μετά τον θάνατο του Σιλβέστρου εκλέγεται «Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας» (5 Αυγούστου 1590).
Ο Μελέτιος πηγαίνει δυο φορές στην Κωνσταντινούπολη, την πρώτη για να λάβει μέρος στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως της 12 Φεβρουαρίου 1593 (η οποία μεταξύ άλλων σκοπό είχε να κυρώσει σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας την ανακήρυξη του Πατριαρχείου της Μόσχας) και την δεύτερη το 1594, για να ενισχύσει με την παρουσία του ηθικά τον Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ και να συντελέσει πάλι στην αποκατάσταση της γαλήνης μέσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γίνονται τώρα περισσότερο αισθητοί μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας οι κλονισμοί από τη δράση των Ιησουιτών.Κατά τα ταξίδια του προς την Κωνσταντινούπολη είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει το ζήλο και τις επιτυχίες τους. Και τρομαγμένος σημειώνει: «Παρασύρονται των ακεραιοτέρων αι ακοαί. Εις συνήθειαν ήλθον της διεστραμμένης διδασκαλίας… βαπτίσματα παρ’ εκείνων, προπομπαί των εξοδευόντων (αποθνησκόντων), επισκέψεις των ασθενούντων, παρακλήσεις των λυπουμένων, βοήθειαι των καταπονουμένων, αντιλήψεις παντοδαπαί, μυστηρίων κοινωνίαι, α πάντα δι’ εκείνων (των Ιησουϊτών) επιτελούμενα σύνδεσμος γίνεται τοις πολλοίς της προς αυτούς ομονοίας, ώστε μικρού χρόνου παρελθόντος μηδέ (ει γένοιτό τις άδεια) ελπίδα λοιπόν είναι τους υπό χρονίας απάτης κατασχεθέντας πάλιν προς την επίγνωσιν της αληθείας ανακληθήναι». Στη Χίο, οι Ιησουίτες, όπως είδαμε, είχαν σημειώσει τόσες επιτυχίες, ώστε ν’ αναγκαστεί να στείλει εκεί, κατά τα τέλη του 1589, τον ανεψιό και πρωτοσύγκελλό του Κύριλλο Λούκαρι και τον Ιερομόναχο Σωφρόνιο Παπαδόπουλο, για ν’ αναστείλουν τις προόδους των. Η παραμονή τους εκεί ήταν εφήμερη και είναι βέβαιο ότι δεν άφησε ουσιαστικές επιδράσεις, αλλά μάλλον σπέρματα αναταραχής και δυσάρεστες συνέπειες για τον Σωφρόνιο. Φαίνεται, ότι Χιώτες λατινόφρονες με την υποκίνηση ασφαλώς των Ιησουϊτών, που αμύνονταν, αντεπιτέθηκαν και κατόρθωσαν να διαβάλουν στο Πατριαρχείο, τον νεωτερίζοντα ίσως Σωφρόνιο για Λουθηροκαλβινισμό, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την καθαίρεσή του. Τον Λούκαρι, τον στέλνει επίσης ο Μελέτιος, το 1593 στην Πολωνία, για ν’ ανταπεξέλθει στην προπαγάνδα των Ιησουιτών, που κλόνιζαν εκεί τα θεμέλια της Ορθοδοξίας.
3.- Κύριλλος Λούκαρις
Τον Μελέτιο Πηγά διαδέχεται στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας ο ανιψιός του Κύριλλος Λόυκαρις σε ηλικία 29 ετών. Ο Λούκαρις είναι η πιο σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του 17ου αιώνα.
Οι μελέτες και οι σκέψεις του Λούκαρι τον έφεραν αντιμέτωπο με τους Καθολικούς και ιδίως με τους Ιησουίτες, οι οποίοι, μέσα στην ίδια την έδρα της Ορθοδοξίας, με τον θερμό τους ζήλο, τον συνδυασμένο με την πλατιά θεολογική και κοσμική παιδεία, με την προσήνεια, με την συστηματική άσκηση του διδασκαλικού τους έργου, με τη γνώση της ελληνικής και με τα κηρύγματά τους στις εκκλησίες του Πέραν, προκαλούσαν συνήθως ευμενή σχόλια στον λαό και δημιουργούσαν ρεύμα συμπαθείας, που γονιμοποιούσε το έδαφος για την προσέγγιση και την ένωση των εκκλησιών.
Η ευνοϊκή αυτή ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να επεκτείνεται και σ’ αυτούς ακόμη τους κύκλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σ’ αυτό συνετέλεσαν και οι ίδιοι οι λατινόφρονες Έλληνες, ιδίως ο ζήλος ορισμένων αποφοίτων του ελληνικού κολλεγίου του Αγ. Αθανασίου της Ρώμης. Συγκεκριμένα, ο Φραγκίσκος Κόκκος είχε τόσο επηρεάσει τον Πατριάρχη Ραφαήλ Β΄ (1603-1608), ώστε να δεχθεί να τον διορίσει καθηγητή της πατριαρχικής σχολής και τελικά να δεχθεί το πρωτείο του πάπα, ενώ ο Νικηφόρος Μελισσηνός, με την προπαγάνδα και των Ιησουιτών, είχε επιβληθεί τόσο στο πνεύμα του Νεοφύτου Β΄ (1608-1612), ώστε ν’ αποστείλει στις 6 Αυγούστου 1608 στον Πάπα Παύλο Ε΄ (1605-1621) και ομολογία πίστεως, με την οποίαν αναγνώριζε όχι μόνο το πρωτείο του πάπα, αλλά και την διδασκαλία της Δυτικής εκκλησίας.
Η φανερή όμως αυτή απόκλιση του Πατριάρχη Νεοφύτου Β΄ προς τον Καθολικισμό, και η συμπάθειά του προς τους Ιησουίτες, καθώς και άλλα αίτια, προκάλεσαν την εξέγερση του κλήρου και του λαού, ο οποίος επέτυχε να τον απομακρύνει τον Νοέμβριο του 1612. Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ο Λούκαρις, για ζητήματα που αφορούσαν τον ταραχοποιό και παράνομο Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Λαυρέντιο, καθώς και για άλλα που σχετίζονταν με τους Ορθοδόξους της Ρωσίας. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν, ότι στην ανατροπή του Νεοφύτου Β΄, πρωτοστάτησε ο Λούκαρις, αν λάβουμε υπ’ όψη την εχθρότητά του προς τους Ιησουίτες και γενικά προς τους Καθολικούς, την εκτίμηση, που του είχε το ορθόδοξο πλήρωμα, καθώς και τις σαφείς καταγγελίες των Καθολικών. Ίσως, έτσι εξηγείται και η εκλογή του αμέσως κατόπιν ως «επιτηρητού», δηλαδή τοποτηρητή, του πατριαρχικού θρόνου, ως την εκλογή του νέου Πατριάρχη.
Ακολουθεί όμως η αντεπίθεση. Τότε, όπως ειρωνεύεται ο ίδιος ο Λούκαρις, οι «άξιοι» ανώτατοι κληρικοί, ο Παλαιών Πατρών Τιμόθεος, ο Παϊσος, ο Θεσσαλονίκης, ο Λαρίσης Τιμόθεος και ο πρώην Μονεμβασίας Γερμανός επέβαλαν τον λατινόφρονα Τιμόθεο Β΄ ως Πατριάρχη ανεβάζοντας το πεσκέσι προς τον σουλτάνο σε 8.000 χρυσά νομίσματα και αυξάνοντας το χαράτσι από 3.000 σε 4.000.
Ο Λούκαρις αποσύρεται στο Αγ. Όρος και απ’ εκεί στην Βλαχία, απ’ όπου εξαπολύει σφοδρότατες επιθέσεις εναντίον της προπαγάνδας των Καθολικών, οι οποίοι έχουν πια κυριαρχήσει μέσα στα πατριαρχεία. Πραγματικά ο νέος Πατριάρχης στις 13 Μαΐου 1615 πληροφορεί τον πάπα Παύλο Ε΄, ότι τον αναγνωρίζει ως κεφαλή της Εκκλησίας και τον παρακαλεί να ιδρύσει στην Κωνσταντινούπολη ένα θεολογικό σεμινάριο, για την θρησκευτική μόρφωση των νέων και ν’ ανατεθεί η λειτουργία του σε Ιησουίτες!
Ο φανατισμός των Ορθοδόξων, προ πάντων των μοναχών, εναντίον των δυτικών φτάνει ως το σημείο, ώστε και σ’ αυτές ακόμη τις κωμοπόλεις και πόλεις των επαρχιών, όπως π.χ. της Μυτιλήνης, ν’ ακούει κανείς ότι, αν κάποτε στο μέλλον πρόκειται να κυριαρχήσουν στην Κωνσταντινούπολη οι Λατίνοι, πολύ καλύτερα είναι να μείνουν οι Τούρκοι.
Η αμοιβαία αποστροφή και η κατηγορία των μεν εναντίον των δε, ως σχισματικών είναι κάτι το συνηθισμένο. Ο Καπουκίνος πατήρ Arcangelo γράφει: «Δεν υπάρχει έθνος που μας είναι τόσο βαθιά μισητό όσο οι Έλληνες, γιατί είναι γένος αμαθές, διαφθαρμένο και αλαζονικό· εμείς δεν μπορούμε να τους πλησιάσουμε».
Πραγματικά, ο κατώτερος κλήρος εξακολουθεί να είναι αμόρφωτος, όπως και μετά την Άλωση, και ουσιαστικά δεν προσφέρει σπουδαία πνευματική τροφή στο ποίμνιό του, πράγμα που προκαλεί τα ειρωνικά σχόλια των Καθολικών ιερωμένων ή των ξένων που περιηγούνται τις ελληνικές χώρες, αλλά —πράγμα πολύ σπουδαίο— στέκεται πολύ κοντά του, παίρνει μέρος στους αγώνες του, συνυποφέρει και ασκεί άμεση επίδραση επάνω του. Έτσι, με την δραστηριότητα της Δυτικής εκκλησίας και με την αντίδραση της Ανατολικής, αναζωογονούνται και πάλιν οι έριδες με αποτέλεσμα να ιδούν το φως νέες εκδόσεις θεολογικών βιβλίων, οι οποίες πλουτίζουν τη θρησκευτική φιλολογία.
Στον αγώνα αυτό της Ορθοδοξίας ζητεί ο Λούκαρις και έχει την συμπαράσταση των Προτεσταντών, με τους οποίους αλληλογραφεί και συζητεί διάφορα θέματα. Ακριβώς, η ιδεολογική αυτή επικοινωνία και οι υποχωρήσεις του σε ορισμένες απόψεις των Διαμαρτυρομένων υπήρξαν οι αιτίες να κατηγορηθεί πολύ νωρίς, ως οπαδός του Λουθήρου ή του Καλβίνου.Η επιθυμία του μάλιστα να κάνει στενότερους τους δεσμούς του με τους Διαμαρτυρομένους και να γνωρίσει καλύτερα την εκκλησία τους, τον έκανε να στείλει στα 1617 (ανταποκρινόμενος σε παράκληση του αρχιεπισκόπου του Canterbury George Abbot) στην Αγγλία, τον ευφυή και φιλομαθή πρεσβύτερο Μητροφάνη Κριτόπουλο (1589-1639) από την Βέροια, που τον είχε γνωρίσει ως μοναχό στο Άγιον Όρος.
Η ώρα όμως του Λούκαρι, για τους μεγάλους και σκληρούς αγώνες του εσήμανε, όταν στις 4 Νοεμβρίου 1620 η σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τιμώντας την αρετή και την σοφία του τον εξέλεξε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αμέσως, φαίνεται, ύστερ’ από την εκλογή, φεύγει από την έδρα του ο φιλοκαθολικός Μητροπολίτης Ίμβρου Αθανάσιος, ο οποίος επί χρόνια τριγυρίζει, μηχανορραφεί εναντίον του και ζητεί την επέμβαση του Γερμανού αυτοκράτορα. Έντονη είναι η αντίδραση εναντίον του Λούκαρι, εφόσον μάλιστα οι Ιησουίτες, η Αγία Έδρα και πίσω απ’ αυτούς οι ενδιαφερόμενες καθολικές δυνάμεις Αυστρία και Γαλλία τον υποπτεύονταν, ως Καλβινιστή. Αποκαλυπτικά είναι όσα γράφει ο «αποστολικός επισκέπτης» Ρ. Demarchis τον Οκτώβριο – Νοέμβριο του 1622, σχετικά με τα τότε σχέδια των Καθολικών: «Για να ξανακερδίσουμε την ελληνική Εκκλησία, πρέπει πρώτα πρώτα να φύγει αυτός ο Πατριάρχης, ο Κύριλλος,….. σαν ο μεγαλύτερος εχθρός της Καθολικής Εκκλησίας, επειδή, μολυσμένος από την Λουθηρανική και Καλβινική αίρεση, απομακρύνει και αποξενώνει, όσο μπορεί, τους Έλληνες από τους Καθολικούς και προσπαθεί να εκμηδενίσει το κύρος του (Λατίνου) Πατριάρχη και του τοποτηρητή του».
Πραγματικά, τον Απρίλιο κιόλας του 1623 απομακρύνεται ο Λούκαρις από τον θρόνο, με την επέμβαση του πρεσβευτή της Γαλλίας Fhillippe de Cesy, ύστερ’ από διαβήματα του αποστολικού νουντσίου στο Παρίσι Ορσίνι, στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΓ’. Στη θέση του εκλέγεται στις 28 Μαΐου ο Αμασείας Γρηγόριος, «λατινόφρων», ο επονομαζόμενος «Στραβοαμασείας» και ύστερ’ από ένα μήνα, 25 Ιουνίου, ο Μητροπολίτης Άνθιμος, αλλά στις 2 Οκτωβρίου ανεβαίνει και πάλι στον θρόνο ο Λούκαρις, χάρη στην υποστήριξη των πρεσβευτών Ολλανδίας Haga και της Αγγλίας Sir Thomas Rowe.
Η πρόσφατη δημοσίευση αποσπασμάτων από τις επιστολές του Πατριάρχη προς τον Sir Thomas Rowe (γραμμένες μεταξύ Ιουνίου 1625-Μαρτίου 1628) αποδεικνύει, ότι ο Λούκαρις είχε συνδεθεί πια στενά μαζί του, ότι του ζητούσε την αρωγή στις δύσκολες στιγμές και ότι τον κατατόπιζε στις ενέργειες των Καθολικών μέσα στην Κωνσταντινούπολη, τους οποίους παραπλανούσε ως προς τα πραγματικά του αισθήματα απέναντί τους. Έτσι π. χ. τον ενημερώνει στις συζητήσεις του με τον Έλληνα Καθολικό Κανάκη Ρώση, ο οποίος επιφορτισμένος με ειδικές οδηγίες από την Προπαγάνδα Πίστεως και από τον πρόεδρό της καρδινάλιο Bandini είχε φθάσει στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1625 και επιδίωκε να του αποσπάσει —έναντι ανταλλαγμάτων— την αποκήρυξη των Καλβινικών του ιδεών και ομολογία πίστεως στον Πάπα: «….. Επιζητεί να διαφθείρη το ποίμνιόν μας και εμέ τον ίδιον με θαυμαστά τεχνάσματα και με πολλάς κολακείας επιχειρεί να κατακτήση. Επί τέλους μου έδειξε τας οδηγίας που έχει δι’ εμέ…..». Από απόσπασμα της επόμενης επιστολής του πρέπει να συμπεράνουμε, ότι ο Λούκαρις δεν ψυχραίνει τον ζήλο των συνομιλητών του, αλλά ότι τους βαυκαλίζει με ελπιδοφόρες υποσχέσεις και έτσι παρελκύει το θέμα με εσκεμμένη εφεκτικότητα και αδράνεια: «Εν τω μεταξύ θα δεικνύω περίσκεψιν κατά τας μετά των ανθρώπων αυτών διαπραγματεύσεις· και αν προτείνουν άλλο τι μετά ταύτα, θα το αναφέρω εις την υμετέραν εξοχότητα· άνευ της συμβουλής σας ουδέν θα πράξω… Εν ευθέτω θα συναντηθώμεν και θα συνεννοηθώμεν προφορικώς περί των λοιπών.. .» (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1625). Το ζήτημα έληξε με την συμβουλή, που του έδωσε ο Sir Thomas Rowe: να μη δώσει ρητή απάντηση στις προτάσεις των αντιπροσώπων της Προπαγάνδας Πίστεως, εφόσον δεν του τις υποβάλλουν γραπτά.
Ο Rowe θεωρεί τον Λούκαρι Καλβινιστή: «Όσο για τον ίδιο τον Πατριάρχη δεν αμφιβάλλω, πως στην θρησκευτική του συνείδηση δεν είναι παρά, όπως τον χαρακτηρίζουμε, ένας καθαρός Καλβινιστής και σαν τέτοιον οι Ιησουίτες τον στιγματίζουν». Ο πρεσβευτής φαίνεται υπεραισιόδοξος. Στην πραγματικότητα όμως ο Κύριλλος έμενε σταθερός στην Ορθοδοξία και δεν είχε ακόμη κατασταλάξει σε άλλες πεποιθήσεις ή τουλάχιστον δεν είχε ακόμη το θάρρος να τις διακηρύξει. Απόδειξη, το ναυάγιο των προσπαθειών του εφημερίου της Ολλανδικής πρεσβείας Piscator, που απέβλεπαν στην ένωση των εκκλησιών των Διαμαρτυρομένων και των Ορθοδόξων: ο ίδιος απογοητευμένος έλεγε στον διάδοχό του Ant. Leger, τον Ιούλιο του 1628 στην Βενετία, ότι είχε χάσει σχεδόν κάθε ελπίδα.
Η διαμάχη λοιπόν των Καθολικών και των Διαμαρτυρομένων εντείνεται.Οι βλέψεις τους είναι πώς να ματαιώσουν την επικράτηση των αντιπάλων τους και να επιτύχουν την διάδοση του οικείου δόγματος. Ας μη ξεχνούμε, ότι οι θρησκευτικοί πόλεμοι εξακολουθούσαν ακόμη ν’ αναστατώνουν τα ευρωπαϊκά κράτη και επομένως η προσέλκυση της Ανατολικής Εκκλησίας προς τον Καθολικισμό ή προς τον Προτεσταντισμό θα είχε τεράστιο αντίκτυπο, όχι μόνο στην κίνηση των θρησκευτικών ιδεών, αλλά και στην επιβολή της πολιτικής επιρροής τους. Γι’ αυτό και το ζωηρό ενδιαφέρον των ηγεμόνων και κυβερνήσεων, να στηρίξουν τις κινήσεις των κληρικών τους και να επηρεάσουν τους Ορθοδόξους, ιδίως το περιβάλλον του Πατριάρχη και τον ίδιο τον Πατριάρχη.
Οι συστάσεις του Leger φαίνεται ότι εισακούστηκαν, γιατί τον Μάρτιο κιόλας του 1629, ο μοναχός Μάξιμος Καλλιουπολίτης, με την επίβλεψη του Λούκαρι, έχει αναλάβει να μεταφράση την Καινή Διαθήκη στα νεοελληνικά· επίσης ο Πατριάρχης είχε ετοιμάσει και παραδώσει στα χέρια του Leger την περίφημη «Ομολογία» του, που είναι περισσότερο Καλβινική παρά Ορθόδοξη. Η Καινή Διαθήκη τυπώθηκε το 1638 στην Γενεύη με πρόλογο του ίδιου του Πατριάρχη, ενώ η «Ομολογία» του στον ίδιο τόπο τον Μάρτιο του 1629 σε λατινική μετάφραση, αφιερωμένη στον Ολλανδό πρεσβευτή Κορνήλιο Haga και το 1631 στην ελληνική και λατινική. Ενώ ο Κύριλλος συντάσσει και παραδίδει στα χέρια του Leger την περιβόητη «Ομολογία», από το άλλο μέρος ενισχύει την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως με την πρόσκληση του συμπατριώτη του Μελετίου Συρίγου, καταδικασμένου σε θάνατο από τους Βενετούς της Κρήτης, για την σφοδρότητα, με την οποία υποστήριζε τις θέσεις της Ορθοδοξίας εκεί, και του εμπιστεύεται την εκκλησία της Χρυσοπηγής. Ο άμβωνάς της είναι το ελεύθερο βήμα, απ’ όπου τώρα πια απερίσπαστος ο Συρίγος εξαπολύει τους μύδρους του εναντίον των πολεμίων της Ορθοδοξίας.
Η δημοσίευση της «Ομολογίας» προκαλεί κατάπληξη στους κύκλους των Ορθοδόξων και την αντίδραση των Καθολικών, κυρίως του πρεσβευτή της Γαλλίας de Marcheville, ο οποίος ανήσυχος ζητεί να βεβαιωθεί, αν πραγματικά ο Κύριλλος εμμένει στις ιδέες που αναπτύσσει στο βιβλίο του. Και ο Πατριάρχης δεν διστάζει καθόλου ν’ απαντήσει με αξιοπρέπεια και να κλείσει τη συζήτηση με τα εξής αξιομνημόνευτα: «. . . στο ζήτημα των πεποιθήσεων μου και της αιώνιας σωτηρίας μου δεν θα υπακούσω ούτε στον βασιλιά της Γαλλίας, ούτε σε κανέναν άλλο στον κόσμο, αλλά θα ακολουθήσω αυστηρά τις υπαγορεύσεις της συνείδησής μου».
Κατά τα τέλη του 1637 έρχεται στην Κωνσταντινούπολη ο Μητροφάνης Κριτόπουλος, ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας, βρίσκει τον παλαιό του προστάτη Λούκαρι αγωνιζόμενο εναντίον της Καθολικής προπαγάνδας και παρακολουθεί τρομαγμένος την πτώση του. Πραγματικά, οι Καθολικοί στρέφονται τώρα με μανία εναντίον του και κατορθώνουν με σουλτανική διαταγή να τον καθαιρέσουν συκοφαντώντας τον, ότι δήθεν είχε ειδοποιήσει τις χριστιανικές δυνάμεις, για την αναχώρηση του σουλτάνου από την Κωνσταντινούπολη, ότι συνεννοούνταν με τους «Μοσκόβους και Κοζάκους» κ.λπ. Οι συκοφαντίες τους εναντίον του Λούκαρι ήταν τέτοιες, ώστε δεν ήταν δυνατόν ν’ αποφύγει τη θανάτωση. Κύριο όργανο των Καθολικών και πρωταγωνιστής στην τραγωδία αυτή ήταν ο διάδοχός του Κύριλλος Κονταρής από την Βέροια, γνωστός για τις σχέσεις του με τη ρωμαϊκή αυλή. Χαρακτηριστικά, για την ευθύνη και τους χαρακτήρες του Schmid και του Κονταρή είναι όσα αφηγείται ο πρώτος: «Καθώς είχαμε βρεθεί πάλι μαζί, ο Πατριάρχης (Κονταρής) μου είπε στο αυτί: «Ο πράκτοράς μου (ο παπάς Λαμέρνος κοντά στον μεγάλο βεζίρη Μπαϊράμ πασά στην Μ. Ασία) μου γράφει από την Ασία ότι ο Λούκαρις δύσκολα θα ξεφύγη τον θάνατο· τι σκέπτεσθε γι’ αυτό;» Του απάντησα πως κατά την γνώμη μου ο Πατριάρχης δεν έπρεπε να εργαστεί, ούτε κατά ούτε υπέρ, αλλά ν’ αφήσει τα γεγονότα ν’ ακολουθήσουν τον δρόμο τους. Ο Πατριάρχης άρχισε τότε να χαμογελάει και δεν μου ξαναμίλησε πια γι’ αυτό το ζήτημα». Έτσι σιωπηλά υπέγραψαν την καταδίκη του Λούκαρι. Τον Κονταρή θεώρησε υπεύθυνο από την πρώτη στιγμή ο ελληνικός λαός, όπως αναφέρει στο δόγη ο Βενετός πρεσβευτής: «Εις τους Έλληνας δεν ήρεσεν αυτό το τέλος, το οποίον αποδίδουν εις τον νέον Πατριάρχην, εις τρόπον ώστε ούτος εφεξής θα διάγει με πολύν τρόμον». Ο βάιλος αποκαλύπτει και άλλα φοβερά πράγματα για τον χαρακτήρα του Κονταρή, που έρχονται σε άκρα αντίθεση με το εγκωμιαστικό πορτραίτο του, που του είχε κάνει άλλοτε, στα 1618, στα 25 του χρόνια, ο Ιησουίτης ηγούμενος και δάσκαλός του Dionys Guiller. Γράφει λοιπόν ο βάιλος: «Ο νέος Πατριάρχης εφρόντισεν αμέσως να συνομιλήση με τον αντιπρόσωπον του Πάπα, ο οποίος ήλθεν αμέσως και με κατέστησεν ενήμερον της συνομιλίας που διεξήχθη. Ο νέος Πατριάρχης εζήτησε να του δοθή χρηματική βοήθεια εκ Ρώμης, ως πολλάκις του την είχον υποσχεθή, αν εξεδίωκε τον Κύριλλον. Ο αντιπρόσωπος του πάπα του απήντησεν, ότι δεν είχε καμμίαν σχετικήν διαταγήν εκ Ρώμης και εγώ τον συνεβούλευσα ν’ αποφύγη την ανάμειξιν εις παρόμοια ζητήματα, διότι σήμερον με την γενικήν σύγχυσιν και διαίρεσιν των Ελλήνων, δεν ημπορεί κανείς να υπηρετήση έναν, χωρίς να δυσαρεστήση εκατόν…..». Τα 4.000 τάλληρα που είχαν υποσχεθεί στον Κονταρή τα έδωσαν αργότερα σε εμπορεύματα μέσω εμπόρων της Ραγούζας.
Μετά τον τραγικό θάνατο του Λούκαρι, ο Κονταρής συγκαλεί στις 24 Σεπτεμβρίου/4 Οκτωβρίου 1638 σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καταδικάζει τον Καλβινισμό του Λούκαρι και αναθεματίζει τον ίδιο. Οδυνηρή ήταν ο θέση του Κριτοπούλου, που βρέθηκε στην ανάγκη να υπογράψει την καταδίκη του άλλοτε προστάτη του. Ίσως τα συνταρακτικά εκείνα γεγονότα και οι αλλεπάλληλες δυνατές συγκινήσεις και τύψεις τον έφεραν στον τάφο ύστερ’ από λίγους μήνες στη Βλαχία.
Ο Κονταρής ως Πατριάρχης υπογράφει στις 25 Δεκεμβρίου 1638 εμπρός στον πρεσβευτή της Αυστρίας Schmid και στον τοποτηρητή του Λατίνου Πατριάρχη Sonnino την Καθολική ομολογία πίστεως, σύμφωνα με υπόδειγμα του Ουρβανού Η΄, η οποία σώζεται ακόμη στα αρχεία του Βατικανού. Τον Ιούνιο όμως του 1639 απομακρύνεται από τον θρόνο και εξορίζεται στην Αλγερία, όπου και απαγχονίζεται ύστερ’ από ένα χρόνο ακριβώς. Ο θάνατός του ακούστηκε στις ελληνικές χώρες, σαν δίκαιη τιμωρία για όσα είχε κάνει.
Στην θέση του Κονταρή ανεβαίνει ο Παρθένιος Α’, ο οποίος εκδηλώνεται σαφώς κατά του Καλβινισμού και επιβεβαιώνει την απόφαση της συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1638) με την σύνοδο του Ιασίου του 1642 (όπου πρωτοστατεί ο Μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας), αλλά δεν προσχωρεί, όπως ο προκάτοχός του, στην υπογραφή ομολογίας πίστεως προς τον Καθολικισμό και προς την ένωση των Εκκλησιών. Την στάση των δύο τελευταίων Πατριαρχών την θεωρεί ο Hofmann σαν την «οριστική νίκη» της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά του Προτεσταντισμού.
Το έντονο αυτό αντικαλβινικό πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκφράζουν και τα πρακτικά της συνόδου της Λευκωσίας στα 1668, στην οποία έγινε συζήτηση για τα μυστήρια γενικά, για την αρχιερωσύνη κ.λπ. Τα πρακτικά της τα συνέταξε ο γνωστός ιερομόναχος και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ιλαρίων Κιγάλας. Την καταδίκη του Καλβινισμού του Λούκαρι την επιβεβαίωσαν και οι σύνοδοι Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως στα 1672.
4.- Μητροφάνης Κριτόπουλος
Με το πρόσωπο του Κυρίλλου Λούκαρι συνδέεται, όπως ειπώθηκε, και ο Μητροφάνης Κριτόπουλος, ο οποίος ύστερ’ από πενταετείς ευδόκιμες σπουδές στην Οξφόρδη είχε αρχίσει —με την εντολή ασφαλώς του Λούκαρι— μια περιοδεία άλλων πέντε ετών (1623-1627), στις σπουδαιότερες χώρες του μεταρρυθμιστικού κινήματος, στην Αγγλία, Γερμανία και Ελβετία, από την οποία αποκόμισε ιδιαίτερο λεύκωμα με ενδιαφέροντα αυτόγραφα των διαπρεπέστερων φίλων του, λογίων της εποχής, την ονομαστή «φιλοθήκη» του. Σκοπός του ήταν να μελετήσει από κοντά τις διάφορες Προτεσταντικές εκκλησίες, τον Αγγλικανισμό, Λουθηρανισμό και τον Καλβινισμό, να γνωρίσει τις θεολογικές σχολές, να συγκεντρώσει τα σχετικά με τις απόψεις και τις ιδέες τους βιβλία και να προπαρασκευάσει το έδαφος για διαπραγματεύσεις, που θα είχαν αντικείμενο την προσέγγιση και την ένωση Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων. Πραγματικά ο Κριτόπουλος είχε την ευκαιρία να εξετάσει επί τόπου την κατάσταση των Εκκλησιών αυτών, να κάνει γνωστό στους εκπροσώπους των το πνευματικό περιεχόμενο και την οργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, να την υπερασπίσει εναντίον των σπερμολογιών των δυτικών, να συζητήσει με τους Διαμαρτυρομένους διάφορα θεολογικά θέματα και να δεχτεί ή ν’ αποκρούσει ορισμένες απόψεις τους.
Οι συμπάθειές του προς τους «εκλαμπροτάτους και μεγαλοπρεπεστάτους Γερμανούς», τους «ανέκαθεν» φίλους του ελληνικού γένους και της Ορθοδοξίας, και η απόκλισή του προς τις μεταρρυθμιστικές τους ιδέες τον κάνουν να νομίζει, ότι οι διαφορές Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων είναι λίγες και «ιάσιμοι» και να πιστεύει ότι η ένωσή τους δεν θ’ αργήσει να πραγματοποιηθεί. Έτσι του «προμηνύει το πνεύμα το άγιον».
Πραγματικά πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο, ότι οι επαφές και οι συζητήσεις του Κριτόπουλου με διαπρεπείς Γερμανούς θεολόγους τον είχαν πείσει, ότι η ένωση είναι δυνατή. Στις συζητήσεις αυτές ο Κριτόπουλος —παρά την σταθερή έμμονή του στα δόγματα της Ορθοδοξίας— φαίνεται ότι, επηρεασμένος από το περιβάλλον και κουρασμένος ίσως από την συνεχή προβολή των ιδεών των Διαμαρτυρομένων, δείχθηκε διαλλακτικός και υποχωρητικός εμπρός σε μερικές απόψεις τους. Με το πνεύμα αυτό έχει γραφεί και η «Ομολογία» του. Χαρακτηριστικό είναι ότι και ο Ελβετός ιερέας Ant. Leger την θεωρεί συγκεχυμένη από τις διάφορες αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις και τον ίδιο ακόμη ταλαντευόμενο.
Γενικά όμως μεγάλες υποχωρήσεις δεν έγιναν ούτε από το ένα ούτε και από το άλλο μέρος και έτσι οι συζητήσεις δεν κατέληξαν σε κανένα αποτέλεσμα, όπως και οι παλαιότερες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ και στους θεολόγους της Βυρτεμβέργης. Εκκρεμείς επίσης έμειναν και οι συζητήσεις του Κριτόπουλου με τους εκπροσώπους της Καλβινικής εκκλησίας, στη Βασιλεία, Βέρνη, Γενεύη και Ζυρίχη.
5.- Ιωάννης Καρυοφύλλης
Ανάμεσα στους Έλληνες κληρικούς και λογίους, που καταγγέλλονται για Καλβινισμό, πρέπει να μνημονευθεί και ο Ιωάννης Καρυοφύλλης, που ακολουθούσε προφανώς τον δάσκαλό του Θεόφ. Κορυδαλλέα. Συγκεκριμένα, ο Καρυοφύλλης δεν δέχεται τον λατινικό όρο transubstantio (μετουσίωσις), δηλαδή το μυστήριο του μετασχηματισμού του άρτου και οίνου σε γνήσιο σώμα και αίμα του Χριστού, ζήτημα που είχε προκαλέσει στην Γαλλία νέες έριδες μεταξύ των Καθολικών, προ πάντων του Porte-Royale που υποστηρίζουν την μετουσίωση, και των Προτεσταντών Glaude, Aymon, καθώς και των Αγγλικανών, που την αρνούνται. Τις απόψεις των αρνητών της μετουσιώσεως υποστηρίζει και ο ιερέας της βρεττανικής πρεσβείας, μεταξύ 1670-1677, στην Κωνσταντινούπολη John Covel, ο οποίος είχε γνωρίσει πολλούς εξέχοντες Έλληνες λαϊκούς και κληρικούς, ίσως και τον Ιωάννη Καρυοφύλλη, και είχε ανανεώσει από το 1670 τις προσπάθειες, για την προσέγγιση της Αγγλικανικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως άλλωστε πριν από 100 χρόνια είχε μεσολαβήσει ο St. Gerlach, για την έναρξη των συζητήσεων των θεολόγων της Τυβίγγης με τους κύκλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Χαρακτηριστικό της ταραχής, που δημιούργησαν στα πνεύματα των Ορθοδόξων τα προβλήματα και τα ζητήματα που έθεσε η Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση, του σφοδρού ανταγωνισμού των οπαδών των διαφόρων δογμάτων στην Ανατολή, της σύγχυσης και ρευστότητας των συνειδήσεων πολλών Ορθοδόξων, είναι η εμφάνιση κατά τον 17 αι. ποικίλων, μικρών ή μεγάλων, ομολογιών πίστεως Ορθοδόξων, επηρεασμένων από την απόκλιση των συντακτών τους ή προς τον Καθολικισμό ή προς τον Προτεσταντισμό. Πίσω από τις γραμμές τους διακρίνει κανείς την ανάγκη των ομολογητών να εδραιώσουν οι ίδιοι πρώτα τις δικές τους πεποιθήσεις, που κλονίζονται με την πνοή των δύο μεγάλων θρησκευτικών ρευμάτων. Οι ομολογίες όμως αυτές αποτελούν την έκφραση προσωπικών γνωμών, εφόσον δεν περιβάλλονται με το κύρος μιας οικουμενικής συνόδου. Είναι ανάγκη να γίνει ειδική μελέτη, που να διερευνήσει τις συνθήκες, μέσα από τις οποίες πρόβαλαν οι ομολογίες αυτές.
Η κατάσταση αυτή κατά τα μέσα του 17 αι. ευνοεί την άνοδο ευπροσάρμοστων και καιροσκόπων κληρικών, οι οποίοι βρίσκουν την ευκαιρία να κινηθούν, άλλοτε προς την μία κατεύθυνση και άλλοτε προς την άλλη, μη λαμβάνοντας υπ’ όψη τους ούτε όσια ούτε και ιερά, παρά μόνο τις προσωπικές τους φιλοδοξίες και τα συνυφασμένα με αυτές υλικά συμφέροντα. Από τα πιο γνωστά μάλιστα πρόσωπα, που μολονότι είχαν προσέλθει στον Καθολικισμό παρουσιάζονταν στις ελληνικές χώρες και γενικότερα στην Ανατολή ως Ορθόδοξοι, ήταν οι δύο όμοιοι ως προς τις υψηλές πνευματικές τους ικανότητες, αλλά και συγγενείς ως προς τον ελεεινό τους χαρακτήρα λόγιοι, ο μαθητής του ιησουϊτικού σχολείου του Πέραν, Κύπριος μοναχός Αθανάσιος ο Ρήτωρ (1571-1663), ο λεηλάτης των βιβλιοθηκών των ελληνικών μονών, και ο τρόφιμος επίσης του αντίστοιχου σχολείου της Χίου, φιλοχρήματος Παϊσιος Λιγαρίδης (1610-1678), ο οποίος κατορθώνει τον Σεπτέμβριο του 1652 να χειροτονηθεί Μητροπολίτης Γάζης και αργότερα, μεταξύ 1662-1678, να παρουσιαστεί στη Ρωσία, ως σύμβουλος του τσάρου Αλεξίου Μιχαήλοβιτς και υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, ενώ συγχρόνως διατηρεί την αλληλογραφία του με τους Καθολικούς! Η αναίδεια των δύο αυτών προσώπων έφτασε ως το σημείο να καταγγείλει ο ένας τον άλλον για διπροσωπία.
Ενώ συχνά θαυμάζει κανείς την έξαρση ανθρώπων του λαού, ως την αυτοθυσία, όταν έχουν να εκλέξουν ανάμεσα στην εξωμοσία και στη σωτηρία, από το άλλο μέρος θλίβεται παρακολουθώντας την κατάπτωση ορισμένων ηγετών της Ορθοδοξίας: πόσο ασταθείς είναι στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, πώς παρασύρονται από την πνοή του μεταρρυθμιστικού ή αντιμεταρρυθμιστικού ανέμου, πόσο οι φιλοδοξίες ν’ ανεβούν ή να παραμείνουν στον πατριαρχικό ή στον μητροπολιτικό θρόνο ή άλλα πιο ταπεινά ακόμη ελατήρια, ν’ αποκτήσουν δηλαδή προσοδοφόρες εκκλησιαστικές επαρχίες ή και χρήματα, τους κάνουν να προσφεύγουν προς τους διπλωματικούς αντιπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων, με αποτέλεσμα να μπλέκονται στα δίχτυα αυτών και των «εκκλησιών» τους.