Μια από τις βασικές θεολογικές και κανονικές προκλήσεις, τις οποίες αντιμετωπίζει η σύγχρονη Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι εκείνη του Παπισμού της Ανατολής.
Αυτός είναι ο πειρασμός της εξουσίας, που πριν από μια χιλιετία στάθηκε ήδη αφορμή του μεγάλου σχίσματος, αποτελεί μια σοβαρή αλλοίωση της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας και των κανονικών θεμελίων της υπάρξεως της Εκκλησίας, πράγμα το οποίο σήμερα παρουσιάζει πραγματικό κίνδυνο για την πανορθόδοξη ενότητα.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί εκείνο το γεγονός ότι οι υπέρμαχοι του προτύπου της διάρθρωσης της Εκκλησίας σύμφωνα με το οποίο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι λίγο πολύ ένα ακριβές ανάλογο του Πάπα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όλο και περισσότερο μετατοπίζουν την έμφαση στη διδασκαλία τους από τον τομέα του κανονικού δικαίου στον τομέα της δογματικής θεολογίας.
Αυτή η σαφή τάση αποτυπώθηκε στην πλέον έντονη μορφή της στο δημοσίευμα της 16ης Οκτωβρίου 2011 μιας στενώς συνδεδεμένης με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ιστοσελίδας εκκλησιαστικού περιεχομένου στο πολεμικού χαρακτήρα άρθρο του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση με τίτλο «Ορθόδοξος «Εκκλησία» ή «Συνομοσπονδία» Τοπικών Εκκλησιών;».(1)
Με έντονα συναισθηματικό τρόπο ο συντάκτης του άρθρου ασκεί κριτική σε μια θεμελιώδη αλήθεια της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας, δηλαδή την ισοτιμία και την ανεξαρτησία των κατά τόπους Εκκλησιών, την έλλειψη από την Οικουμενική Ορθοδοξία ενός ενιαίου κέντρου διοίκησης, μιας επίγειας κεφαλής.
«Ένα μείζον Εκκλησιολογικό πρόβλημα εγείρεται» εκ της απόψεως του ισχυρού Πρωτοπρεσβυτέρου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με τις θέσεις ότι «δεν υπάρχουν, ούτε μπορεί να υπάρχουν, πρωτεύουσες ή προϊστάμενες Εκκλησίες, (…), ούτε Εκκλησίες α΄ή β΄ κατηγορίας, και (ότι) καμία Εκκλησία δε μπορεί να υπαγορεύει τίποτε σε μιαν άλλη», ότι η Οικουμενική Εκκλησία έχει δομή «μιας συνομοσπονδίας, όταν κάθε αυτοκέφαλος Εκκλησία είναι μεν διοικητικώς ανεξάρτητη από την άλλη, αλλά ευρίσκεται σε προσευχητική και κανονική ενότητα με τις υπόλοιπες Εκκλησίες», ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφέρει από την Καθολική με το ότι δεν έχουμε Πάπα, δεν έχουμε πρώτο Επίσκοπο, ο οποίος δύναται να αποφασίζει εκ μέρους των όλων».
Το πρόβλημα αποκτά ιδιαίτερη οξύτητα για τον πατέρα Γεώργιο υπό το φως της προετοιμαζόμενης Αγάις και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. «Οι Οικουμενικές Σύνοδοι δεν ήταν «Συνελεύσεις» αυτόνομων τοπικών Εκκλησιαστικών σχημάτων.
Ήταν Σύνοδοι της Μιάς Αδιαιρέτου Εκκλησίας», ισχυρίζεται ο αρθρογράφος.
Σε τί όμως διαβλέπει αυτή την ενότητα, στην οποία είναι τόσο αντίθετη δήθεν η αυτονομία των εκκλησιαστικών σχημάτων;
Στην αρχή του δημοσιεύματος αναρωτιέται ρητορικά ο Πρωτοπρεσβύτερος Γ. Τσέτσης «Τι είναι επιτέλους το Σώμα στο οποίο ανήκουμε ως «μέλη εκ μέρους» (Α΄Κορ. 12, 27) και ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως; Η «Μία» και Αδιαίρετος Ορθόδοξος Ἐκκλησία;
Ή μήπως μια εθνοφυλετικής υφής Συνομοσπονδία ανεξάρτητων απ’αλλήλων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών;»
Κλείνοντας το ίδιο άρθρο ο ίδιος δίνει εξαντλητική απάντηση:
«Η ανά την οικουμένην «Μία» και Αδιαίρετος Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι σώμα ακέφαλο. Ούτε όμως και κάποιο είδος πολυκέφαλης Λερναίας Ύδρας.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν είναι απλώς ψιλώ τω τίτλω «πρώτος μεταξύ ίσων», καθώς επαναλαμβάνεται ευκαίρως-ακαίρως, σε μια προσπάθεια υποβάθμισης του ρόλου του στο σώμα της Ορθοδοξίας…
Όπως, όμως, οι Προκαθήμενοι μιας επί μέρους Εκκλησίας, λ.χ. της Αλεξανδρείας, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου ή Πολωνίας, δεν είναι απλώς «πρώτοι» μεταξύ της πλειάδος «ίσων» Επισκόπων που τους περιστοιχίζουν, αλλά και το ορατό σημείο της ενότητος της Εκκλησίας της οποίας προΐστανται καί εγγυηταί της εύρυθμης λειτουργίας της, κατ΄αυτόν ακριβώς τον τρόπο και ο Κωνσταντινουπόλεως είναι, αρέσει ή όχι, ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας, το ορατό σημείο της Ενότητός της και ο εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας του θεσμού τον οποίο αποκαλούμε «Ορθόδοξος Εκκλησία».
Εν εναντία περιπτώσει, το Σώμα στο οποίο ανήκουμε, παύει να είναι «Η» Εκκλησία και μεταβάλλεται, όντως, σε Συνομοσπονδία τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών».
Εδώ διαπιστώνουμε κάτι καινοφανές. Στο βαθμό που γνωρίζω τη νεώτερη ελληνόφωνη θεολογική γραμματεία δεν έκαναν παλαιότερα οι οπαδοί του Παπισμού της Ανατολής τη χρήση της αναφερόμενης από τον Πρωτοπρεσβύτερο Γ. Τσέτση αγιογραφικής παραπομπής στα πλαίσια του προβλήματος του πρωτείου του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Αξιοσημείωτη είναι η προκλητική σε τόλμη της μεταχείριση από τον αρθρογράφο του λόγου του Θεού: ο Απόστολος Παύλος μιλάει για το Σώμα, του οποίου ξεχωριστά όλοι εμείς είμαστε μέλη. Αλλά το Σώμα έχει μια κεφαλή, δεν είναι «ακέφαλο», ούτε και «μια πολυκέφαλης Ύδρα». Ποιά είναι αυτή η «κεφαλή»;
Είναι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, «ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας», «το ορατό σημείο της ενότητας της Εκκλησίας» και «ο εγγυητής» της εύρυθμης λειτουργίας αυτής, σε σύγκριση με τον οποίο όλοι οι υπόλοιπο Πατριάρχες είναι «ισότιμοι» μόνο εντός εισαγωγικών και του οποίου η εξουσία μοιάζει με την εξουσία του Πατριάρχη μέσα σε μια επί μέρος Εκκλησία.
Για έναν απολογητή του νέου Παπισμού αυτό το πρωτείο αρχής του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί από την ίδια τη φύση του ένα αναπόσπαστο και ουσιώδες στοιχείο του Σώματος του Χριστού, αρρήκτως συνδεδεμένο με την ομολογία πίστεως στην Εκκλησία, όπως αυτή εκτίθεται στο Σύμβολο της πίστεως, και χωρίς του πρωτείου αυτού η Εκκλησία παύει πλέον να είναι Εκκλησία.
Σε τι αντιβαίνει αυτή η λογική στην Ορθόδοξη Παράδοση;
Ανοίγοντας την Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου να διαβάσουμε ολόκληρο το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει ο Πρωτοπρεσβύτερος Γ. Τσέτσης (12. 27): «Υμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους». Λοιπόν, είμαστε Σώμα Χριστού.
Είναι ενδεικτικό πως το πλέον σπουδαιότερο στοιχείο της αποστολικής θεολογίας «ξαφνικά» εξαφανίζεται στη σχετική παραπομπή του π. Γεωργίου.
Και δεν είναι τυχαία. Άλλωστε εάν το Σώμα είναι του Χριστού, η Κεφαλή του μπορεί να είναι μόνο ο Θεάνθρωπος, ο Σωτήρας Χριστός, πράγμα, στο οποίο επανηλειμμένως αναφέρεται πάλι ο Απόστολος Παύλος: «ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ…αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ» (Εφ. 1. 17, 22-23), «ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας, καὶ αὐτός ἐστι σωτὴρ τοῦ σώματος» (Εφ. 5. 23). Ο Χριστός «ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος» (Κολ. 1. 18).
Όμως δεν αρκούνται σε αυτή την Κεφαλή οι ζηλωτές της αναβάθμισης του ηγετικού ρόλου του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, όπως και ορισμένοι στο παρελθόν.
Τους λείπει μια ενιαία επίγεια κεφαλή της Εκκλησίας, στην αποδοχή της ανώτατης εξουσίας της οποίας βλέπουν την εκ των ων ουκ άνευ της ενότητας του Σώματος της Εκκλησίας. Αυτός είναι ο λόγος της αντικατάστασης Εκείνης της Κεφαλής, για την οποία λέγει ο άγιος Απόστολος Παύλος με τη δική τους κεφαλή από το Ίστανμπουλ .
Αλλά μήπως εμείς είμαστε που ερμηνεύουμε κάπως λανθασμένα τα του Αποστόλου, τα οποία έχουν κάποιο κρυφό νόημα ή είναι αλληγορικά;
Λοιπόν, ας καταφύγουμε στον πλεον έγκριτο ερμηνευτή των Επιστολών του Αγίου Αποστόλου Παύλου τον Ιερό Χρυσόστομο, εν τω μεταξύ Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Να ληφθεί υπόψη ότι ο 27ος στίχος εδώ δεν είναι μια αυτοτελής φράση, αλλά αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου συλλογισμού για το Σώμα Χριστού, ο οποίος υπάρχει στο 12ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους Επιστολής. Ερμηνεύοντας το 12ο στίχο του ίδιου κεφαλαίου ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυστόστομος επισημαίνει:
«Καθάπερ γὰρ καὶ σῶμα καὶ κεφαλὴ εἷς ἐστιν ἄνθρωπος, οὕτω τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν Χριστὸν ἓν ἔφησεν εἶναι».(2)
Στην ερμηνεία του 27ου στίχου ο Ιερός Χρυσόστομος εξηγεί το πως εξασφαλίζεται η ενότητα των κατά τόπους Εκκλησιών σε μια Οικουμενική Εκκλησία υπό τη μια Κεφαλή Χριστό.
Προς μεγάλη στενοχώρια των σύγχρονων παπιστών ως γνώρισμα αυτής της ενότητας ο αρχαίος Προκαθήμενος της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και Πατήρ της Ορθοδοξίας δεν αναφέρει την ύπαρξη κάποιου επίγειου κέντρου διοίκησης, αλλά την ειρήνη, δηλαδή την αγάπη και αδελφική επικοινωνία μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών: «Ἐπειδὴ γὰρ εἶπε, Σῶμα, τὸ δὲ πᾶν σῶμα ἦν, οὐχὶ ἡ παρὰ Κορινθίοις Ἐκκλησία, ἀλλ’ ἡ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης, διὰ τοῦτο ἔφησεν, Ἐκ μέρους· τουτέστιν, ὅτι Ἡ Ἐκκλησία ἡ παρ’ ὑμῖν μέρος ἐστὶ τῆς πανταχοῦ κειμένης Ἐκκλησίας, καὶ τοῦ σώματος τοῦ διὰ πασῶν συνισταμένου τῶν Ἐκκλησιῶν· ὥστε οὐχὶ πρὸς ἀλλήλους μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς πᾶσαν τὴν κατὰ τὴν οἰκουμένην Εκκλησίαν εἰρηνεύειν ἂν εἴητε δίκαιοι, εἴ γε παντός ἐστε μέλη τοῦ σώματος».(3)
Οι Άγιοι πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας θεωρούσαν αίρεση την ιδέα να έχει η Εκκλησία μια επίγεια κεφαλή και ένα κέντρο διοίκησης.
Επανειλημμένως έλεγχαν τους δυτικούς παπιστές για την αίρεση αυτή, την οποία επαναλαμβάνουν σήμερα οι ομόφρονές τους απο την Ανατολή. Την ενότητα οι πατέρες της Εκκλησίας δεν την εκλάμβαναν ως ενότητα διαχειριζόμενη από ένα κέντρο διοίκησης, αλλά ως την ενότητα της Ευχαριστιακής κοινωνίας και Ορθοδόξου πίστεως.
Αυτή η αντίληψη της ενότητας δεν αποτελεί καμία «καινοτομία», την οποία εισάγει τώρα το Πατριαρχείο Μόσχας, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι.
Έτσι σχετικά πρόσφατα ένας Σέρβος Άγιος και μεγάλος θεολόγος του 20ου αιώνα Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς ως εξής εξήγησε την ενότητα της Οικουμενικής Εκκλησίας:
«Όλοι εμείς από κοινού αυξάνουμε «εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ·» (Εφ. 2, 21), οργανικά και ευλογημένα συνδεδεμένοι μεταξύ μας με μια πίστη, με τα ίδια Άγια Μυστήρια και άγιες αρετές, με ένα Κύριο, με μια Αλήθεια και με ένα Ευαγγέλιο. Όλοι εμείς μετέχουμε της μίας Θεανθρώπινης ζωής της Εκκλησίας, ο καθένας από τη θέση του σε αυτό το Σώμα, στην οποία τον προόρισε η Κεφαλή της Εκκλησίας Θεός».(4)
Η κοινωνία στην πίστη, στα μυστήρια και στο σύστημα των ηθικών αξιών (το τελευταίο αποκτά σήμερα την ιδιαίτερη βαρύτητα για την κοινή Ορθόδοξη μαρτυρία) υπό τη μια Κεφαλή Θεάνθρωπο σε ένα Σώμα Του, αυτό είναι η πραγματική βάση για την ενότητα της Εκκλησίας, για την ενότητα της κάθε συνισταμένης της με όλο το πλήρωμα. Σε όσους δε θέλουν οπωσδήποτε ένα «ορατό σημείο ενότητας» υπό τη μορφή της επίγειας κεφαλής της Εκκλησίας ο Όσιος Ιουστίνος απευθύνεται ως εξής:
«Τόσο ως οργανισμός, όσο και ως οργάνωση η Εκκλησία είναι ένα μοναδικό φαινόμενο στον επίγειο μας κόσμο. Ως οργανισμός είναι Θεανθρώπινος οργανισμός, ο Ίδιος Ιησούς Χριστός στο διανεκές. Και ως οργάνωση είναι πάλι θεανθρώπινη οργάνωση του ιερού κλήρου και λαού, καθώς και των υφισταμένων περί αυτούς επίγειων ιδρυμάτων.
Ταυτόχρονα ο Θεάνθρωπος είναι πάντα η έσχατη αξία και μέτρο, είναι η Κεφαλή της οργάνωσης της Εκκλησίας. Και εκεί όπου Αυτός αντικαθίσταται από ένα άνθρωπο, έστω και «αλάθητο» (π.χ. στο Καθολικισμό) εκεί αποκόπτεται η Κεφαλή του Θεανθρώου και εξαφανίζεται η Εκκλησία. Εξαφανίζεται και η θεανθρώπινη αποστολική ιεραρχία και συνεπώς η αποστολική διαδοχή και κληρονομία».(5)
Πρόκειται για λόγια ισχυρά. Ο Όσιος Ιουστίνος, όπως είδαμε, επίτηδες λέει έτσι ώστε να μην υπάρχουν αμφιβολίες. Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι μόνο η Κεφαλή του μυστικού βίου της Εκκλησίας, αλλά και η άμεση Κεφαλή της επίγειας της οργάνωσης, η οποία με την επίγεια κεφαλή μεταβάλλεται σε κάτι, που υπάρχει μόνο του χωρίς να έχει καμία σχέση με την Ευχαριστία.
Εξίσου σαφής επί του θέματος και ο Τσέχος άγιος ιερομάρτυς Επίσκοπος Γκοράζντ (+1942):
«Η Ανατολική Εκκλησία μόνο τον Ιησού Χριστό δεχόταν ως Κεφαλή ενώ αρνείτο την ίδια την ιδέα να αναγνωρίσει ως Κεφαλή έναν [απλό] άνθρωπο…διότι εκλάμβανε αυτή την ιδέα ως αποτέλεσμα ελλιπούς πίστεως στην αόρατη Κεφαλή Ιησού Χριστό και την ζωντανή του διοίκηση του σώματος της Οικουμενικής Εκκλησίας…καθώς και ως ασυμβίβαστη προς την αποστολική αρχή της συνοδικης αντιμετώπισης των ζητημάτων της Εκκλησίας, πράγμα το οποίο εκφράσθηκε στην τελειότερη του μορφή στις Οικουμενικές Συνόδους».(6)
Ενδεικτικό είναι το πόσο αντίθετη είναι η λογική του ιερομάρτυρος Γκοράζντ από εκείνη του Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Τσέτση.
Ο τελευταίος ως σπουδαιότερο κριτήριο της αυθεντικής οικομενικότητας μιας Πανορθοδόξου Συνόδου έχει τη συσπείρωση των εκπροσώπων των κατά τόπους Εκκλησιών γύρω από ένα συνοδικό κέντρο διοίκησης, τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ενώ ο ιερομάρτυς Γκοράζντ πιστεύει ότι αυτή καθ΄εαυτή η ιδέα της υπάρξεως στην Οικουμενική Εκκλησία ενός τέτοιου κέντρου ως απότελεσμα λίγο έως πολύ της έλλειψης πίστεως, δε συμμορφώνεται πλήρως με την ίδια την αρχή της συνοδικότητας της Εκκλησίας.
Η απόρριψη κάθε παπιστικής αξίωσης και κάθε αντίληψης της κυριαρχίας επί της Εκκλησίας του Χριστού ήταν κοινό χαρακτηριστικό όλης της Ορθόδοξης θεολογίας ακόμα από την εποχή του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως και δεν αποτελεί κάποιο γνώρισμα του 20 αιώνα.
Π.χ. ο Άγιος Ιερώνυμος αρνείτο σαφέστατα το δικαίωμα ειδικής εξουσίας η τιμής σε οποιαδήποτε καθέδρα, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είχε πρωτείο τιμής:
«Με ρωτάς για την εξουσία, ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από την Πόλη (Ρώμη –Α.Ν.). Όπου και να υπάρχει Επίσκοπος, είτε στη Ρώμη…είτε στην Κωνσταντινούπολη, είτε στο Ρήγιο, είτε στην Αλεξάνδρεια…έχει την ίδια τιμή και ίδια ιερωσύνη».(7)
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Β΄ (+1240) ελεγχόμενος τον Παπισμό, έλεγε ότι υπάρχουν πέντε Πατριαρχεία με συγκεκριμένα όρια για καθένα, ενώ τα τελευταία μεταξύ τους έχει δημιουργηθεί σχίσμα, το οποίο οφείλεται σε ένα θρασύ χέρι, που ζητάει υπεροχή και κυριαρχία στην Εκκλησία.
Η Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός, ενώ κάθε αξίωση της κυριαρχίας εναντιώνεται στη διδασκαλία του.
Ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός υπέρμαχος της Αγίας Ορθοδοξίας δεχόμενος εξουσία και αξίωμα όλων των πατριαρχικών καθέδρων ως εντελώς ισότιμες, απέρριπτε κατηγορηματικά τις παπικές αξιώσεις για το ανώτατο αξίωμα στην Εκκλησία.
Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος ακσήτευσε στο μεταίχμιο του 18ου και 19ου αιώνα είπε εκείνο, το οποίο πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα οι σύγχρονοι απολογητές του Παπισμού της Ανατολής:
«Όθεν ψεύδονται προφανώς οι παπολάτραι, λέγοντες• ότι τα πρωτεία του Ρώμης και πρεσβεία…προσμαρτυρούσιν εις αυτόν ιδικόν προνόμιον εξουσίας εν τη καθόλου Εκκλησία… Ει γαρ τοιούτο τι ταύτα εφανέροναν, έπρεπε να έχη τούτο και ο Κωνσταντινουπόλεως, επειδή ο Κωνσταντινουπόλεως, κατά τους Κανόνας, είναι μέτρον ίσον και απαράλλακτον της τιμής της εξουσίας, και του μεγαλείου της Ρώμης.
Αλλά μην τούτο ο Κωνσταντινουπόλεως ουκ έλαβεν από τους Κανόνας ουδέποτε, άρα ουδέ ο Ρώμης…Είναι λοιπόν, ως είπομεν, πρεσβεία και πρωτεία του Ρώμης, το να έχη την εξουσίαν πάντων των εν τη Διοικήσει της Ρώμης Επισκόπων και Μητροπολιτών, ώστε αυτόν χειροτονείν αυτούς μετά των της Διοικήσεως Επισκόπων και το να είναι πρώτος τη τάξει των λοιπών Πατριαρχών». (8)
Και πάλι ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις αντίθετες αυτή τη φορά με εκείνες του Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου απόψεις ενός σύγχρονου κληρικού του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως όπως είναι ο Πρωτοπρεσβύτερος Γ. Τσέτσης.
Για τον π. Γεώργιο η θέση του «πρώτου μεταξύ ίσων» αποτελεί υποτίμηση της πραγματικής θέσεως της πρώτης καθέδρας της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία απολαμβάνει δήθεν ειδικά πατριαρχικά προνόμοια στην Οικουμενική Ορθοδοξία, ενώ για τον Όσιο Νικόδημο η εξουσία της πρώτης καθέδρας επεκτείνεται αποκλειστικά στα όρια της τοπικής του Εκκλησίας και εκείνα τα πρεσβεία που απολαμβάνει ο Προκαθήμενός της είναι ο «πρώτος τη τάξει των λοιπών Πατριαρχών».
Εδώ δε μπορούμε παρά να αναφερθούμε σε μια σύντομη, αλλά περιεκτική διατύπωση του όντως οικουμενικού και όχι μόνο της Ρωσικής Εκκλησίας Αγίου π. Ιωάννη Κρονστάνδης:
«Δεχόμενοι τον Πάπα ως κεφαλή τους, αυτοί (Ρωμαιοκαθολικοί) απώλεσαν την όντως Κεφαλή της Εκκλησίας Χριστό και έμειναν ακέφαλοι…».(9)
Μήπως οι Φαναριώτες θεολόγοι θέλουν την Ορθόδοξη Εκκλησία να ακολουθήσει την ίδια πορεία;
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες προαναφερόμενες παραπομπές αφορούν στην τομέα της αντιλατινικής πολεμικής, που επί αιώνες ασκούσαν οι πατέρες της Εκκλησίας και οι σπουδαίοι Ορθόδοξοι Ιεράρχες και θεολόγοι.
Κρίμα είναι που σήμερα τους επικαλούμαστε στα πλαίσια της συζητήσεως με τη θέση της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Αυτή η συζήτηση δεν επιβάλλεται στη Ρωσική Ορθοδοξη Εκκλησία μόνο από τον Τύπο.
Μετά λύπης διαπιστώνομε τη μεταφορά του εν λόγω θέματος στο χώρο του διαχριστιανικού διαλόγου και ειδικότερα μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.
Κατά τις εργασίες της Μικτής Επιτροπής επί του θεολογικού διαλόγου μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δημιουργήθηκε μια παράξενη κατάσταση.
Μόνο η αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου Μόσχας με συνέπεια υποστηρίζει την παραδοσιακή Ορθόδοξη εκκλησιολογία ενώ η αντιπροσωπεία της Κωνσταντινουπόλεως με παράξενη σιωπή μερικών άλλων Ορθοδόξων αντιπροσώπων μαζί με τη Ρωμαιοκαθολική πλευρά επιχειρεί να επιβάλλει ως δήθεν παραδοσιακό και χαρακτηριστικό της Ορθοδοξίας ενά παπικού τύπου πρότυπο διάρθρωσης της Οικουμενικής Εκκλησίας.
Αυτή η τάση εκδηλώθηκε έντονα ακόμα το 2007 κατά τις σκανδαλωδώς γνωστές συνομιλίες Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στη Ραβέννα.
Το απόγειο δε της παπικής εκκλησιολογίας ήταν το ούτως λεγόμενο «κείμενο της Κρήτης», το οποίο καταρτίσθηκε άνευ συμμετοχής των εκπροσώπων της μεγαλύτερης στην Ορθοδοξία Ρωσικής Εκκλησίας, και το οποίο είναι σχέδιο του κοινού κειμένου της Μικτής Επιτροπής επί του θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών σχετικά με το πρωτείο στην Οικουμενική Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας.
Το κείμενο βασίστηκε σε μια σειρά αλλοιώσεων των ιστορικών γεγονότων, αποσιωπήσεων, χρήσεων παραπομπών εκτός ιστορικής συνάφειας κλπ.
Με βάση αυτό διεξάγεται και το σχετικό συμπέρασμα που ακολουθεί το πνεύμα του συνεπούς παπισμού. Και πάλι εν πολλοίς χάρη στη θέση αρχής της αντιπροσωπείας του Πατριαρχείου Μόσχας με επικεφαλής του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Βολοκολάμωκ Ιλαρίωνα το 2011 η Ορθόδοξη πλευρά του διαλόγου απέρριψε το «κείμενο της Κρήτης» και δεν το υιοθέτησε ως πλέον επίσημο.
Και κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Στην αρχή της μελέτης μας επιστήσαμε την προσοχή στην προφανή σύνδεση του «πρωτείου» της Κωνσταντινουπόλεως από τον Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Τσέτση με το πρόβλημα της προετοιμασίας και της ίδιας της διαδικασίας της συγκληθησομένης Πανορθοδόξου Συνόδου.
Τελευταία στο διορθόδοξο διάλογο επί του θέματος ακούγονται φωνές που ζητούν την απομάκρυνση από τη λήψη υπόψη των θέσεων της εκάστοτε Ορθόδοξης Εκκλησίας και από τον δι΄ομοφωνίας τρόπο στη λήψη των αποφάσεων στο Πανορθόδοξο επίπεδο.
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Γ. Τσέτσης είναι αρκετά ειλικρινής όταν εξηγεί τι πάει να πει όλα αυτά: οι θέσεις των κατά τόπους Εκκλησιών να μη λαμβάνονται υπόψη καθόλου, οι Επίσκοποι να μην εκπροσωπούν τις Εκκλησίες τους και τις απόψεις τους, αλλά ανεξαρτήτως της κανονικής δικαιοδοσίας στην οποία ανήκει ο καθένας να απαρτίζουν μια ενιαία συνέλευση, που ανάμεσα στα άλλα πρέπει «να εγγυάται την ενότητα του συνόλου της Ορθοδοξίας και την εύρυθμη λειτουργία αυτής».
Αυτή δήθεν ήταν η αρχή της διεξαγωγής όλων των Οικουμενικών Συνόδων.
Όλες οι κατασκευές του π. Γεωργίου, που τις χαρακτηρίζει πολύ έντονο παθός, αποδεικνύουν σαφέστατα σε τι είδους «ενότητας» μας καλεί αυτός: μιλάει για την «εγγύηση της ενότητας» χωρίς τη λήψη υπόψη των θέσεων των επροσωπούμενων από τους Επισκόπους Εκκλησιών, ενώ πιο κάτω χαρακτηρίζει τον Προκαθήμενο μιας από αυτές, δηλαδή της Κωνσταντινουπόλεως, «ορατό σημείο» αυτής της ενότητας.
Ανάμεσα στους βασικούς στόχους της Συνόδου αναφέρει την «εύρυθμη λειτουργία του θεσμού τον οποίο αποκαλούμε «Ορθόδοξος Εκκλησία» και στη συνέχεια διευκρινίζει για όσους που ίσως δεν έχουν κάταλάβει ότι ο «εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας της Οικουμενικής Ορθοδοξίας» και πάλι είναι ο Προκαθήμενος μιας επί μέρους Εκκλησίας, και φυσικά της Κωνσταντινουπόλεως.
Θα μπορούσαμε βέβαια να μακρύνουμε το λόγο μας καταθέτοντας αρκετές μαρτυρίες για το πως λαμβανόταν υπόψη η θέση των κατά τόπους Εκκλησιών στις Οικουμενικές Συνόδους, όμως να επικαλεστούμε ένα μόνο αλλά ευρέως γνωστό παράδειγμα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία απάλλαξε όλους τους Επισκόπους της Εκκλησίας Αλεξανδρείας από την υποχρέωση να υπογράψουν ορισμένες συνοδικές πράξεις (!) με τη δικαιολογία ότι εκείνη τη στιγμή για γνωστούς λόγους δεν είχαν Πατριάρχη, διότι χωρίς αυτόν, σύμφωνα με το έθος, ήταν αδύνατο να ενεργήσουν εκ μέρους της τοπικής τους Εκκλησίας των Αλεξανδρέων.
Αυτό το περιστατικό αποτυπώνεται στον 30ο κανόνα της Δ΄Οικουμενικής. (10).
Είναι προφανές ότι οι Επίσκοποι δεν έχουν διακαίωμα του ενεργείν στις Οικουμενικές Συνόδους κατά τη βούλησή τους, αλλά πρέπει να εκφράζουν τη θέση της εκπροσωπούμενης από αυτούς Εκκλησίας με την Παράδοση, τον ιερό κλήρο και το λαό τους.
Όμως δε ζητάει ο Πρωτοπρεσβύτερος Γ. Τσέτσης από τους Επισκόπους μετόχους της συγκληθησομένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου να στηρίζουν την άποψή τους.
Τους έχουν ήδη υποδείξει το «ορατό σημείο της ενότητας» και τον «εγγυητή της εύρυθμης λειτουργίας» της Εκκλησίας του Χριστού τον Οικουμενικό Πατριάρχη με την καθέδρα του στο Ίστανμπουλ.
Δεν πειράζει που αυτή η ενότητα γύρω από ένα εγγυητή δε θα μοιάζει ούτε με τη Νίκαια, ούτε με τη Χαλκιδόνα, αλλά με άλλες στο Τριδέντο και το Α΄ στο Βατικανό Συνόδους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προεδρεύοντος ενός άλλου «της Οικουμένης αρχιερέως».
Σε αυτό το σημείο επανερχόμαστε στην αρχή της μελέτης μας: οι διαφωνίες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με τη φαναριώτικη εκκλησιολογία σταδιακά μεταβαίνουν από το χώρο του κανονικού δικαίου στο χώρο της δογματικής.
Σημειώσεις
* Ο Πρωθιερέας Ανδρέας Νοβικώφ, είναι μέλος της Συνοδικής Βιβλικής Θεολογικής Επιτροπής της Διασυνοδικής Επιτροπής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας και της ομάδας εργασίας για την επεξεργασία θέσεως του Πατριαρχείου Μόσχας για το πρωτείο στην Οικουμενική Εκκλησία
1. http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=7181
2. Joannes Chrysostomus Scr. Eccl., In epistulam Ι ad Corinthios (homiliae 1-44) 30, 250//TLG.
3. Joannes Chrysostomus Scr. Eccl., In epistulam Ι ad Corinthios (homiliae 1-44) 32, 264 // TLG.
4. St. Justin Popovich, Pravoslavnaja Tserkov i ecumenism, M. 1997, σελ. 42.
5. Ibid., σελ. 82.
6. Gorazd, biskup Českэ aMoravsko-Slezskэ. Život sv. Cyrila a Metoděje a jejich poměr k Řнmu a Cařihradu. http://www.orthodoxia.cz/gorazd/pavlik2.htm
7. Saint Jerome of Stridon, Epistle 146 ad Evangelum // http://www.istrianet.org/istria/illustri/jerome/works/146-evangelus.htm.
8. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἁγ. Πηδάλιον, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 208.
9 St. Ioann Kronstadsky, Zhivoi kolos. 1 //http://www.wco.ru/biblio/books/ioannk1/Main.htm.
Tags: Νέο Ημερολόγιο, Οικουμενισμός, Οικουμενιστές Ορθόδοξοι